2167002587 Σωτήρος 13, Πειραιάς sokratis186@gmail.com

Q&A για Αλλεργίες

Q&A για Αλλεργίες

    1. Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες ανοιξιάτικες αλλεργίες και πώς θα τις αναγνωρίσουμε;
    2. Ποιοι παράγοντες είναι υπεύθυνοι για την εμφάνιση των αλλεργιών και γιατί;
    3. Υπάρχουν κάποιοι τρόποι για να τις προλάβουμε πριν δούμε τα πρώτα συμπτώματα;
    4. Πώς αντιμετωπίζονται επιτυχώς; Υπάρχει περίπτωση να ξαναεμφανιστούν;
    5. Πώς θα καταλάβω ότι το συνάχι που με ταλαιπωρεί είναι αλλεργικό και όχι ίωση;
    6. Μπορεί μια ανοιξιάτικη αλλεργία να μου προκαλέσει αλλεργικό σοκ; Και σε αυτήν την περίπτωση τι πρέπει να κάνουμε;
    7. Πώς μπορώ να βρω σε τι είμαι αλλεργικός ;


    1. Οι πιο συνηθισμένες ανοιξιάτικες αλλεργίες είναι βέβαια κυρίως η αλλεργική ρινίτιδα, μετά η αλλεργική επιπεφυκίτιδα και το αλλεργικό βρογχικό άσθμα – με φθίνουσα σειρά συχνότητας και νοσηρότητας. Τα κύρια συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας είναι αφενός τοπικά, όπως καταρροή διάφανου υγρού από την μύτη («σαν νερό»), φτάρνισμα, κνησμός (φαγούρα) στην μύτη (ακόμη και στον φάρυγγα και τα αυτιά) και ρινικό μπούκωμα - συμφόρηση, το οποίο οδηγεί συχνά σε μειωμένη η και κατασταλμένη όσφρηση – αφετέρου δε συστηματικά οδηγεί η αλλεργική αντίδραση σε κόπωση, δυσφορία και αδιαθεσία, ανορεξία,  συχνά ακόμη και σε αϋπνία: μπορεί ο ασθενής να έχει την αίσθηση ότι περνάει μία ίωση, επειδή ένα μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος αντιδράει έντονα, χωρίς όμως να ανεβάσει δέκατα η πυρετό και χωρίς πόνους σε μυς η κόκαλα – αυτό διαφοροποιεί κλινικά την αλλεργία από μία λοίμωξη, όπως επίσης και οι εκκρίσεις που παραμένουν διάφανες και δεν εξελίσσονται σε κίτρινες – πράσινες – καφετί. Όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου στην αλλεργική φάση του ασθενούς έρχεται επιπρόσθετα και μια ιογενής η βακτηριακή ρινίτιδα η ιγμορίτιδα, τότε εξελίσσονται και άλλα συμπτώματα: χρωματιστές βλέννες, πόνος στην μύτη η στα ιγμόρεια (κοιλότητες του κρανίου δίπλα από την μύτη, στο μέτωπο και ανάμεσα των κροτάφων) και το κεφάλι αντιστοίχως, μπορεί βέβαια να προκύψει και πυρετός. 


    2. Η αλλεργία σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό μας σύστημα έχει «λοξοδρομήσει», δηλαδή αντιδράει σε φιλικά η ουδέτερα στοιχεία του περιβάλλοντος (άνθη, γύρη) – όπως στην δική μας περίπτωση της αλλεργικής ρινίτιδας -  και των τροφών (σε κάποια περιστατικά ακόμη και σε δική μας σωματική άσκηση) υπερευαίσθητα με μία υπερβολική συγκρότηση ενός μέρους της άμυνάς μας (ισταμίνη, ηωσινόφιλα αιμοσφαίρια, ανοσοσφαιρίνη Ε [IgE], αραχιδονικό οξύ, λευκοτριένες κ.λπ.), ενώ στην φυσιολογική κατάστασή του πολεμάει τους «σωστούς εχθρούς» όπως  τα παθογόνα βακτήρια, παράσιτα και τους παθογόνους ιούς και μύκητες. Οι ρίζες του προβλήματος αυτού είναι πολλές, φαίνονται να είναι οι χημικές ουσίες που μας περιβάλλουν στον αέρα, στην τροφή (που ψεκάζουμε και βιομηχανικά αναμειγνύουμε), τα φάρμακα που καταναλώνουμε, η έλλειψη επαρκούς θηλασμού, η κληρονομικότητα κ.λπ.: Αυτά προκύπτουν από την μεγαλύτερη ιατρική προοπτική μελέτη που έγινε ποτέ παγκοσμίως, την “ISAAC” [http://isaac.auckland.ac.nz], η οποία διήρκησε 20 χρόνια, συμπεριέλαβε 105 χώρες (300 κέντρα) και ανέλυσε στατιστικά πολλούς ύποπτους παράγοντες βάσει ερωτηματολογίων που συμπληρώθηκαν από 2 εκτμ. γονείς και εφήβους. Τα παιδιά που λάμβαναν αντιβιοτικά τους πρώτους 12 μήνες της ζωής τους έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν αργότερα αλλεργικό άσθμα, όπως επίσης και τα έμβρυα, μωρά και παιδιά που λάμβαναν  παρακεταμόλη (δραστική ουσία του “Depon”, “Panadol”, κ.α.) [http://isaac.auckland.ac.nz/story/findings/ph3riskfactors.php] !! Αυτό που χρειάζεται βέβαια περισσότερη μελέτη, είναι αν αυτά τα χημικά φάρμακα οδηγούν άμεσα σε αλλοιώσεις της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος λόγω τοξικότητας, η αν το ανοσοποιητικό μας δυσλειτουργεί λόγω του ότι δεν του επιτρέπουν αυτά τα φάρμακα να αντιδράσει σωστά σε περίπτωση λοίμωξης – αφού καταστέλλεται τότε ο πυρετός, η χημειόταξη (σινιάλα και αλυσιδωτές αντιδράσεις του ανοσοποιητικού) και μερικώς η λειτουργία των μιτοχονδρίων στα ανοσοκύτταρά μας. Σίγουρα παίζει  ρόλο και η αλλοίωση της χλωρίδας του εντέρου στο πρώτο έτος της ζωής μας μέσω των αντιβιοτικών, αφού εκεί εδρεύει ένα από τα σημαντικότερα τμήματα του ανοσοποιητικού μας συστήματος, όπως έχει και κάποια σημασία να μην δημιουργούμε ένα σχεδόν στείρο περιβάλλον στο σπίτι μας με υπερβολική χρήση αντιμικροβιακών απορρυπαντικών (περισσότερο ΤΗ-2 ανοσο-αντίδραση = αλλεργία – περισσότερα μικρόβια στο περιβάλλον ενισχύουν την σωστή ΤΗ-1 ανοσο-αντίδραση)
Κατά την γνώμη μου πρέπει να γίνουν μελέτες και με τον τύπο της ανοσο-αντίδρασης κατόπιν εμβολίων, αφού τα περισσότερα εμβόλια περιέχουν γενικά τοξικές και ειδικά νευροτοξικές ουσίες (υδράργυρος, αλουμίνιο, κ.λπ.).


    3. Ο καλύτερος τρόπος πρόληψης της εαρινής, εποχιακής και γενικά κάθε είδους αλλεργίας – εκτός από την αποφυγή γνωστής αλλεργιογόνου ουσίας όταν βέβαια αυτό είναι εφικτό – είναι η θεραπεία με Κλασική Ομοιοπαθητική, η οποία ιδανικά καλό είναι να ξεκινήσει κανείς 2 με 4 μήνες πριν την έναρξη της αλλεργικής περιόδου. Έχουμε δει πολύ καλά αποτελέσματα στους περισσότερους αλλεργικούς ασθενείς μας. Η εποχιακή αλλεργία τότε έρχεται συνήθως με μειωμένα συμπτώματα στο πρώτο έτος (όπου ο ασθενής θα χρειαστεί πιθανόν κάποιο βοηθητικό αντι-ισταμινικό φάρμακο),  στο δεύτερο η τρίτο έτος μπορεί κιόλας να υπάρξει ίαση της αλλεργίας. Στους ασθενείς που πάσχουν όλο το χρόνο από αλλεργία βλέπουμε τα αποτελέσματα πιο γρήγορα, εφόσον έχουμε πιο άμεση σύγκριση της πορείας του καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου. Οι ασθενείς που έχουν υποστεί ανοσοκαταστολή με κορτιζονούχα φάρμακα αργούν συχνά ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτήν την θεραπεία, ωστόσο δύνανται και αυτοί με λίγο υπομονή να αποθεραπευτούν.   
Επίσης καλά αποτελέσματα δείχνει η θεραπεία με Βελονισμό. 


    4. Η θεραπεία βάσει καταστολής του ανοσοποιητικού όπως με φάρμακα αντι – ισταμινικά (τύπου “Xozal” π.χ.), κορτιζόνη (“Dexarinaspray” π.χ.), Μοντελουκάστ (“Singulair”) η βάση απευαισθητοποίησης με μικρές δόσεις του αλλεργιογόνου είναι επί το πλείστον μόνο βοηθητικές στα συμπτώματα της νόσου και αναποτελεσματικές στην αποθεραπεία, ώστε να μην εμφανιστεί πλέον η αλλεργία. 
Η επανεμφάνιση της αλλεργίας μετά την επιτυχή αποθεραπεία κατόπιν Κλασικής Ομοιοπαθητικής μπορεί να συμβεί μετά από πολλά χρόνια, όταν ο ασθενής υποστεί ξανά ανοσοκαταστολή με χημικά φάρμακα η κατόπιν κάποιας έντονης λοίμωξης,  η όταν πιεστεί πάρα πολύ ψυχολογικά. 


    5. ( Η απάντηση βρίσκεται στο τέλος του 1. )  


    6. Η εαρινή αλλεργία μπορεί να έχει ένα ευρύ φάσμα εμφάνισης συμπτωμάτων, συνήθως αναπτύσσονται τα απλά και ακίνδυνα (εκτός απ’ το άσθμα) χαρακτηριστικά  συμπτώματα που αναφέραμε στην αρχή. Όμως σε βαριά μορφή μπορεί να προκληθεί και αναφυλαξία με τελικό στάδιο το σοκ (αλλεργικό σοκ): Έναρξη με μυρμήγκιασμα / μούδιασμα στο στόμα η άλλους βλεννογόνους, μετά ακολουθεί πρήξιμο στο στόμα, στη γλώσσα, στα μάτια / βλέφαρα, στον λαιμό, ξηρός βήχας και δύσπνοια απ’ το στόμα, ταχυκαρδία, φόβος – αγωνία και τελικά σοκ (ανεπάρκεια της σωστής αιμάτωσης εσωτερικών οργάνων με κίνδυνο θανάτου!). Σ’ αυτήν την περίπτωση ο ασθενής θα λάβει ένα ειδικό ομοιοπαθητικό φάρμακο (που του έχει υποδείξει ο ιατρός πρωτύτερα να έχει μαζί του) σε συχνή επανάληψη και ταυτόχρονα πρέπει ο ασθενής να πάει ταχύτατα στο νοσοκομείο και να λάβει χημική θεραπεία. Για κάθε ενδεχόμενο καλό είναι να έχουν οι άνθρωποι με αλλεργία ένα φάρμακο έκτακτης ανάγκης μαζί τους (αδρεναλίνη π.χ.), που θα τους καλύψει σε περίπτωση αναφυλαξίας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί βαριά, όπως είπαμε.


    7. Υπάρχουν ειδικές εξετάσεις ( τεστ δέρματος, “RAST”) οι οποίες μπορούν να δείξουν, σε ποιες ουσίες μεταξύ άλλων είμαστε αλλεργικοί. Ελέγχονται τα πιο συχνά αλλεργιογόνα (από 25 ως 50 ουσίες συνήθως) η και όποια είναι ύποπτα εκ μέρους του ιστορικού του ασθενούς. Είναι πολύ εύλογο να γνωρίζουμε αυτές τις ουσίες που μας προκαλούν αλλεργία, ώστε να τις αποφεύγουμε, εδώ όμως έχουν φανεί τα εξής θέματα η προβλήματα: 
α) Τι μπορώ να κάνω σαν ασθενής, αφού δεν μπορώ να αποφύγω να αναπνέω αέρα ( ο οποίος έχει σκόνη, γύρη κ.α. αλλεργιογόνα ) ;
β)  Τα τεστ δεν ελέγχουν πολλά άλλα πιθανά αλλεργιογόνα που είτε είναι άγνωστα είτε είναι πάρα πολλά για να ελεγχθούν όλα. Εδώ πάλι δεν είναι εφικτό να αποφύγω την έκθεσή μου σ’ αυτά. Εδώ φαίνεται και η αδυναμία της απευαισθητοποίησης σαν μόνιμη αποθεραπεία, αφού δεν μπορούμε να στοχοποιήσουμε όλα τα αλλεργιογόνα. Αυτό σημαίνει ότι είναι μάταιο να «κυνηγάμε» πίσω απ’ τα πιθανά αλλεργιογόνα. Πολύ πιο σωστό είναι να ωθήσουμε τον οργανισμό, να ισορροπήσει ο ίδιος και να επαναφέρει αυτός το «λοξοδρομημένο» του ανοσοποιητικό σύστημα στον ορθό δρόμο και στην σωστή λειτουργία του, έχουμε διαπιστώσει ότι αυτός μπορεί να το πράξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μόνο τότε επιτυγχάνεται μια μεγάλη βελτίωση έως ίαση της αλλεργίας. Η Κλασική Ομοιοπαθητική είναι μία πολύ καλή θεραπεία για να πετύχει αυτήν την ρύθμιση ο οργανισμός μας, αφού μπορεί να προσεγγίσει και να δράσει εξατομικευμένα στην ιδιοσυγκρασία του ασθενούς.               

 

Πίσω